- φάρου
- φάροςa large piece of clothmasc gen sgφαρόωpres imperat act 2nd sgφαρόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φάρου — Φάρος Pharos fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Demetrius of Pharos — King Demetrius Reign c.222 219 BC Greek Δημήτριος ἐκ Φάρου Titles Local Ruler, and Court Counselor Died 214 BC … Wikipedia
κλωβός — ο (AM κλωβός) κλουβί νεοελλ. 1. καθετί που μοιάζει με κλουβί 2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης τού επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα 3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός τού Φάραντεϋ» μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή … Dictionary of Greek
Λιμήν Μέγας — Ονομασία του ανατολικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ του φάρου του νησιού Φάρου και της Λοχιάδας άκρας. Αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το κυριότερο λιμάνι της Αλεξάνδρειας … Dictionary of Greek
Туринская плащаница — Изображение лица на Плащанице (негатив) Туринская плащаница (итал. Sindone di Torino) христианская реликвия, четырёхметровое льняное полотно, в которое, по преданию, Иосиф из Аримафеи завернул тело Иисуса Христа после его крестных… … Википедия
Church of the Virgin of the Pharos — The Church of the Virgin of the Pharos (Greek: Θεοτόκος τοῦ Φάρου, Theotokos tou Pharou) was a Byzantine chapel built in the southern part of the Great Palace of Constantinople, and named after the tower of the lighthouse (pharos) that stood next … Wikipedia
AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil … Hofmann J. Lexicon universale
διοπτρικός — ή, ό (AM διοπτρικός, ή, όν) [διόπτρα] Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτρα και τη χρήση της νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη διοπτρία ή τη διοπτρική 2. φρ. «διοπτρικό τηλεσκόπιο» αστρονομικό τηλεσκόπιο μόνο με φακούς, χωρίς κάτοπτρο II … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… … Dictionary of Greek